Ο Νοέμβριος ήρθε και δεν μπορούμε να μη μιλήσουμε για την ευλογημένη μας ελιά, "του ήλιου τη θυγατέρα", την ελιά που έγραψαν γι' αυτή μεγάλοι Έλληνες ποιητές όπως ο Κωστής Παλαμάς και ο Οδυσσέας Ελύτης:
Με τη βοήθεια ενός καλού εποπτικού υλικού που δανειστήκαμε, τα παιδιά είδαν όλη τη διαδικασία από το μάζεμα της ελιάς μέχρι την παραγωγή λαδιού:
Κάνουμε την παρακάτω εργασία όπου τα νήπια χρωματίζουν και αντιγράφουν λέξεις σχετικές με το ελαιομάζεμα:
Επεξεργαζόμαστε κομμάτι από το έργο τέχνης του Θεόφιλου "το μάζεμα των ελαιών":
Μαθαίνουμε αίνιγμα για την ελιά και το ζωγραφίζουμε:
Δεντράκι ευλογημένο και πάντα φουντωτό
με τις ελιές γεμάτο είναι μες τον αγρό.
Λαδάκι για φαγάκι θα γίνουν οι ελιές
και φωτεινό καντήλι να λάμπουν οι εκκλησιές.
- Διαβάζουμε το "παραμύθι της ελιάς"(Παναγιώτα Κασίμη) και αποφασίζουμε να το εικονογραφήσουμε:
"Μια φορά κι έναν καιρό ζούσε σε μια φτωχογειτονιά ένα
φτωχό μα πολύ καλόκαρδο κορίτσι που το έλεγαν Ελιά.
Κάθε μέρα η Ελιά γύριζε τη γειτονιά της, έβλεπε τον κόσμο να ζει φτωχός και δυστυχισμένος
και γύριζε στο σπίτι της πολύ στενοχωρημένη.
Κάτι πρέπει να κάνω να τους βοηθήσω, σκεφτόταν. Κι από την άλλη μέρα κιόλας
άρχισε. Βγήκε στη γειτονιά, κράτησε τα παιδιά της γειτόνισσας για να πάει να
δουλέψει και να μπορεί να φέρει στα παιδιά της λίγο φαΐ.
Μια άλλη μέρα πήγε στη γριούλα που ήταν άρρωστη, της μαγείρεψε, της σκούπισε το
σπίτι, την έπλυνε, την τάισε. Την άλλη μέρα πάλι έβγαλε τον παράλυτο γέρο με το
καρότσι του βόλτα, για να πάρει αέρα και ήλιο.
Τα βράδια γύριζε κατάκοπη, μα ευχαριστημένη που είχε καταφέρει να δώσει λίγη
χαρά στους φτωχούς ανθρώπους.
Οι μέρες περνούσαν κι η Ελιά όλο δούλευε, όσο αδυνάτιζε. Μα έβλεπε πως ό,τι κι
αν έκανε, ο κόσμος ήταν πάντα φτωχός και δυστυχισμένος.
Αυτό τη στενοχωρούσε πάρα πολύ κι έτσι στενοχωρημένη κάθισε στην αυλή του
σπιτιού της και συλλογιζόταν.
– Τι να κάνω, τι να κάνω. Δεν μπορώ να βλέπω τόση δυστυχία.
Το σπουργίτι που την είδε τόσο στενοχωρημένη – και που την αγαπούσε γιατί κάθε
μέρα του έριχνε σπόρους και ψίχουλα – δεν άντεξε και πέταξε βαθιά στο δάσος.
Εκεί βρήκε την καλή νεράιδα και της είπε:
– Τρέξε, καλή νεράιδα, η Ελιά είναι πολύ στενοχωρημένη, χλωμή κι αδύνατη.
Η καλή νεράιδα ανήσυχη έτρεξε στην αυλή της Ελιάς και τη ρώτησε:
– Τι έχεις, Ελιά μου, κι είσαι τόσο λυπημένη;
– Αχ, καλή μου νεράιδα. Δεν μπορώ να βλέπω τόση φτώχεια και δυστυχία γύρω μου.
– Και τι θέλεις, δηλαδή;
– Θέλω να τους γίνω χρήσιμη. Θέλω να τους προσφέρω κάτι πολύτιμο που να τους
δώσει ζωή και χαρά.
– Το θέλεις αλήθεια τόσο πολύ;
– Και βέβαια το θέλω, δε βλέπεις πως έλιωσα από τη στενοχώρια μου;
– Τότε σταμάτησε να στενοχωριέσαι. Θα σε κάνω αυτό που θέλεις. Και τσουπ! την
άγγιξε με το ραβδάκι της κι αμέσως η Ελιά έγινε ένα μεγάλο δέντρο, που έβγαλε
φύλλα, λουλουδάκια άσπρα, που έγιναν ελιές πράσινες, μωβ, μαύρες. Έπεσαν στη
γη, τα κουκούτσια φύτρωσαν, έγιναν δεντράκια και σχημάτισαν ένα μεγάλο ελαιώνα.
Ήρθαν οι γείτονες, μάζεψαν τις ελιές, έβγαλαν λάδι, έφαγαν, χόρτασαν, ρόδισαν
τα μάγουλά τους, ζωήρεψαν κι άρχισαν να χαμογελούν και να ζουν ευτυχισμένοι.
Για να ευχαριστήσουν την ελιά και να της δείξουν την αγάπη τους, πήραν το λάδι
τους, το έβαλαν στο καντήλι, για να θυμίζουν στην Παναγιά και στο Χριστό, την
καλοσύνη της ελιάς και την αγάπη της για τον κόσμο.
Κι η Παναγιά με τη σειρά της την ευλόγησε. Κι ο Χριστός κάτω απ’ την ελιά ήρθε
και ξεκουράστηκε.
Κι εκείνη καμάρωνε ευχαριστημένη στη μέση στον ελαιώνα και φρόντιζε, όταν
έρχονται οι άνθρωποι να τη μαζέψουν νά ’ναι γεμάτη ελιές, να χορταίνουν οι
φτωχοί, και να φωτίζονται απ’ τις καντήλες όλες οι εκκλησιές".
- Μιλάμε για τις διάφορες χρήσεις του ελαιόλαδου ( φαγώσιμο, φωτιστικό μέσο για τα καντήλια αλλά και καλλυντικό) και προτιμάμε να το γευτούμε πάνω σε ψωμάκι με ριγανίτσα και λίγες ελίτσες:
- Φτιάχνουμε με τα παιδιά τον δικό μας ελαιώνα με ρολά υγείας για τον κορμό, τα οποία τα παιδιά βάφουν με καφέ τέμπερα:
και πράσινο κανσόν με μαύρα και καφέ γκοφρέ μπαλάκια για τις ελιές:
και έτοιμος ο ελαιώνας μας: